θερμοπληξία

θερμοπληξία
Παθολογική κατάσταση που εμφανίζεται όταν, εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας του περιβάλλοντος ή της μεγάλης παραγωγής ενδογενούς θερμότητας (έντονη σωματική εργασία), η φυσική θερμορρύθμιση γίνεται ανεπαρκής εξαιτίας ακατάλληλων ενδυμάτων, υπερβολικής υγρασίας, συνωστισμού ή άλλων αιτίων· εκδηλώνεται κυρίως με λιποθυμία. Η πρόγνωση είναι καλή. Βαρύτερη είναι η συμπτωματολογία της επονομαζόμενης τροπικής θ., η οποία συντάται ιδίως σε αλκοολικούς, σε τροπικές περιοχές· σε αυτή την περίπτωση εμφανίζεται υψηλός πυρετός (έως 43-44°C), πνευμονική συμφόρηση και κώμα· η πρόγνωση είναι πολύ βαριά.
* * *
η
βαριά διαταραχή τής υγείας προκαλούμενη από την έλλειψη εφίδρωσης για την απομάκρυνση τής θερμότητας που παράγεται στο σώμα σε περιβάλλον στο οποίο επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)-* + -πληξία (< -πληκτος < πλήττω), πρβλ. απο-πληξία, παγο-πληξία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θερμοπληξία — η (ιατρ.), αρρώστια που προκαλείται από υπερβολική συσσώρευση θερμότητας στο σώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • θερμορρύθμιση — Φυσιολογική λειτουργία που επιτρέπει στον οργανισμό να διατηρεί μία ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και στην αποβολή της θερμότητας, έτσι ώστε να διατηρείται σταθερή η θερμοκρασία του σώματος. Ο άνθρωπος και τα ανώτερα ζώα, στα οποία η… …   Dictionary of Greek

  • κώμα — Παθολογική κατάσταση κατά την οποία επέρχεται απώλεια της συνείδησης, της εθελουσίας κινητικότητας και της αισθητικότητας, ενώ διατηρούνται οι λειτουργίες του νευροφυτικού συστήματος. Ο ασθενής δεν αντιδρά ακόμη και σε έντονη διέγερση. Το κ.… …   Dictionary of Greek

  • πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… …   Dictionary of Greek

  • μετεωροπάθειες — (Ιατρ.). Παθολογικές καταστάσεις που οφείλονται σε μετεωρολογικές συνθήκες. Στην κατηγορία των μ. μπορούν να περιληφθούν η θερμοπληξία που συνήθως παρατηρείται στα τροπικά κλίματα, η κρυοπληξία, τα νοσήματα από ψύξη, τα κρυοπαγήματα, οι παθήσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”